κουβάριασμα

κουβάριασμα
το [κουβαριάζω]
1. τύλιγμα, μάζεμα σε κουβάρι
2. τύλιγμα σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλάκωμα («το κουβάριασμα τού βιβλίου»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κουβάριασμα — το, ατος τύλιγμα, κουλούριασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κουλούριασμα — το, ατος η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κουλουριάζω, κουβάριασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυλιγάδιασμα — το, ατος το τύλιγμα νήματος στο τυλιγάδι, το κουβάριασμα σ αυτό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τύλιγμα — το, ατος 1. μάζεμα πράγματος με στρέψη γύρω από τον εαυτό του ή από κάτι άλλο, κουβάριασμα, κουλούριασμα, μασούριασμα: Τύλιγμα του νήματος. 2. περικάλυψη, περιτύλιξη πράγματος με κάλυμμα: Τύλιγμα του δώρου με καλό χαρτί. 3. μτφ., εξαπάτηση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”